ηπειρογενετικός

ηπειρογενετικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη δημιουργία των ηπείρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηπειρογενετικός — ή, ό ο αναφερόμενος στη γεωλογική γένεση τών ηπείρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. epeirogenetic < ēpeiros (πρβλ. ήπειρος) + genetic (πρβλ. γενετικός)] …   Dictionary of Greek

  • τεκτονικός — ή, ό / τεκτονικός, ή, όν, ΝΜΑ [τέκτων, ονος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τέκτονα, σε ξυλουργό νεοελλ. 1. γεωλ. αυτός που αναφέρεται στη δομή και στις διατάξεις τών πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης (α. «τεκτονικός ιστός» β. «τεκτονικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”